- ἐμβολοδέτης
- ἐμβολο-δέτης, ου, ὁ,= ὁ τοῦ παραξονίου δεσμός, Poll.1.146.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβολοδέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)